- αρθρωδία
- η (Α ἀρθρωδία) [αρθρώδης]άρθρωση η οποία χαρακτηρίζεται από επίπεδες αρθρικές επιφάνειες και πολύ περιορισμένης έκτασης κινήσεις ολίσθησης προς όλες τις διευθύνσεις (π.χ. η ακρώμια κλειδική άρθρωση).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρθρωδία — ἀρθρωδίᾱ , ἀρθρωδία articulation fem nom/voc/acc dual ἀρθρωδίᾱ , ἀρθρωδία articulation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
cyclarthrodial — cyclarthrodial, a. Anat. (sɪkləˈθrəʊdɪəl) [f. Gr. κύκλ ος circle + ἀρθρωδία articulation + al1.] Of, or of the nature of, a cyclarthrosis … Useful english dictionary